Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΟΛΩΝ

Φυσικά και δεν είναι εύκολο πράγμα να γνωρίσεις ένα λιμάνι μέσα σε λίγο χρόνο, πόσο μάλιστα αν θέλεις να μιλήσεις με όλους τους ανθρώπους που το κρατάνε ζωντανό, είτε ψαράδες είναι αυτοί, είτε ναυτικοί, είτε άλλοι επαγγελματίες που ολονών η ζωή και οι δραστηριότητες έχουν να κάνουν με τη θάλασσα. Όσο μικρό και αν είναι το λιμάνι, θέλει τελικά κι αυτό το χρόνο του και αρκετή προσπάθεια για να ανακαλύψεις εκείνα τα μικρά, ιδιαίτερα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν.
Έτσι, σαν βρεθήκαμε στα Κατάπολα της Αμοργού, ένα λιμάνι με ιδιαίτερη σημασία για το νησί αλλά και με βαθιά ιστορία, στην ουσία δεν ξέραμε από να ξεκινήσουμε. Από το δίλημμα μας έβγαλε ο καπετάν Νικόλας Ψιακής, ο πιο παλιός ψαράς στον κόλπο ο οποίος μας μίλησε για την πρόσφατη ιστορία -100 χρόνων σχεδόν- μιας κοινότητας ψαράδων και ναυτικών μέσα στην οποία η οικογένειά του είχε ιδιαίτερη θέση. Έτσι έγινε η αρχή και σιγά – σιγά μέσα σε λίγες ώρες γνωρίσαμε αρκετούς ανθρώπους από τους οποίους ο καθένας μίλησε για το λιμάνι και τη θάλασσα από την δική του πλευρά. Φυσικά και υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι θα μιλήσουν και αυτοί όταν έρθει η σειρά τους. Ως τότε, ας κρατήσουμε τα λόγια αυτών ψαράδων που κουβεντιάσαμε μαζί τους και καημός όλων είναι να κρατηθεί η θάλασσα ζωντανή γιατί άμα πεθάνει, κοντά της θα σβήσει και το λιμάνι.



Ο καπετάν Νικόλας Ψιακής

και ο ωραίος «Γερονικόλας»

Η ιστορία των Ψιακήδων ξεκινάει από τη θάλασσα λέει ο καπετάν Νικόλας, ένας άνθρωπος που μέχρι σήμερα, ούτε μια ημέρα δεν έζησε μακριά της, ο οποίος δεν θεωρεί τον εαυτό του απόμαχο της ψαρωσύνης και όποτε μπορεί, ανοίγεται με το «Γερονικόλα» του έξω από τον κόλπο των Κατακόλων και γυρίζει πότε με λίγα, πότε με πολλά ψάρια στη μικρή σκάλα στο Ξυλοκερατίδι που όσα χρόνια ο ίδιος θυμάται, εκεί έδεναν πάντα τα καίκια τους η γενιά των Ψιακήδων.

Όλη του τη ζωή ο καπετάν Νικόλας Ψιακής την πέρασε στη θάλασσα στην οποία ακόμα παλεύει με τον «Γερονικόλα» που στολίζει τη σκάλα στο Ξυλοκερατίδι.
Σήμερα απόμεινε ο μόνος από την μεγάλη οικογένεια των Ψιακήδων που διέπρεψε στο ψάρεμα και σαν αρχίσει να μιλάει, θαρρείς πως θα ακούσεις ολόκληρη, όχι μόνο την ιστορία των προγόνων του, του πατέρα του και των αδερφών του, αλλά και όλων των υπολοίπων ψαράδων της Αμοργού. Οι πολύτιμες καταθέσεις του ξεκινούν πάντα από την προπολεμική Αμοργό, τότε που οι άνθρωποι που πρόλαβε να γνωρίσει, με ελάχιστα και πρωτόγονα εργαλεία κατάφερναν να χορταίνουν το νησί με ψάρι.
Ο κόπος τους φυσικά και ήταν μεγάλος, ούτε μπορούμε σήμερα να φανταστούμε πως πήγαιναν με τα κουπιά από τα Κατάπολα μέχρι τις Μακάρες και τα Αντικέρια και πως ταξίδευαν τα καίκια στις αγριεμένες θάλασσες μόνο με τα πανιά τους. Είναι εμπειρίες μια ζωής που δεν έχουν σημαδέψει μόνο τον καπετάν Νικόλα και τους δικούς του, αλλά ολόκληρη την Αμοργό και όποιος σήμερα τις ακούει νομίζει πως όλα αυτά έγιναν σε ένα άγνωστο τόπο, μια εποχή που λες δεν υπήρξε ποτέ!
Ο πατέρας του Γιάννης, θυμάται ο Νικόλας, είχε εκεί στα χρόνια του ’30 ένα μικρό βαρκάκι 4 μέτρων φτιαγμένο από τα χέρια του περίφημου καραβομαραγκού Μπαζαίου (Γιώργος Συνοδινός) και με το οποίο ψάρευε μαζί με τα αδέρφια του, Νικόλα, Αντώνη και Μιχάλη, ενώ πολύ σύντομα, μόλις ησύχασαν τα πράγματα μετά το 1945 στην παρέα προστέθηκε κι αυτός μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Βασίλη. Στην ουσία, με αυτό το βαρκάκι προσπαθούσαν να ζήσουν τέσσερις οικογένειες σε μια εποχή που ούτε εργαλεία υπήρχαν, ούτε και χρήματα είχε ο κόσμος να αγοράσει ψάρια. Πέρα όμως από αυτό, καθώς οι βάρκες κινούνταν με τα κουπιά ακόμα ο «Γιάννης» είχε ανάγκη από δυνατά χέρια και ας μην μπορούσε να ταίσει καλά τα στόματα των έξι νοματαίων που περίμεναν να ζήσουν από τη θάλασσά τους.

Αυτό το βαρκάκι, όπως και τα περισσότερα εκείνη την εποχή δεν είχε όνομα αλλά οι Ψιακήδες υποχρεώθηκαν να το βαφτίσουν «Γιάννη» κατόπιν διαταγής των Ιταλών κατακτητών που για να μπορούν να ελέγχουν τις κινήσεις στο λιμάνι έπρεπε να ξέρουν ποιος έχει το κάθε σκάφος, που πηγαίνει και το έχει βεβαίως στο αμπάρι.
Οι ίδιοι πάλι, για το φόβο του σαμποτάζ υποχρέωναν τους ψαράδες να βγάζουν τις νύχτες τα κουπιά και να τα παραδίδουν για ασφάλεια στο Φρουραρχείο. Είχαν μάλιστα φτιάξει και φυλάκια, ένα στη Μύτη μπροστά από το λιμάνι και ένα άλλο στο Φανάρι και όποιο καίκι περνούσε από εκεί έδινε υποχρεωτικά τα στοιχεία του. Οι κατακτητές όμως είχαν και λόγο στην ψαριά, καθώς συγκέντρωναν όλα τα ψάρια από τους ψαράδες και έβαζαν κάποιους δικούς τους ανθρώπους να τα μοιράσουν στον κόσμο. Έτσι οι ψαράδες δεν έβλεπαν ποτέ πεντάρα τσακιστή στην τσέπη τους.
Από την άλλη μεριά όμως, με αυτό τον τρόπο χόρταινε ο πεινασμένος κόσμος ψάρι. «Πηγαίναμε» λέει Νικόλας, «το καλοκαίρι πίσω από την Αμοργό, κάτω από το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και ψαρεύαμε γοπί που εκεί ήταν άφθονο. Το βγάζαμε στο Μούρο και την Αγία Άννα και το φέρναμε κατόπιν φορτωμένο με ζώα στα Κατάπολα και το έπαιρναν οι Ιταλοί να το μοιράσουν. Κάναμε πολλές ώρες να φτάσουμε ως εκεί με το κουπί. Άμα είχε καιρουλάκι καλό, μπορεί να κάναμε και πανί. Αλλιώς, μας έβγαινε η ψυχή. Κουπί και αγάντα!».

Τον υπόλοιπο καιρό ψάρευαν μπροστά από τα Κατάπολα αλλά συχνά έφταναν και πέρα από τα Κουφονήσια. «Πηγαίναμε μέχρι εκεί που είναι κάτι νησάκια, προς τη Σχοινούσα. Εκεί πηγαίναμε και ψαρεύαμε τη νύχτα. Φεύγαμε από εδώ μόλις έπεφτε η μέρα και πηγαίναμε ως το Φανάρι. Αφού φτάναμε ως εκεί λέγαμε, δεν πάμε και στο Αντικέρι; Πάμε στο Αντικέρι. Αφού πηγαίναμε ως εκεί, δεν πάμε και στα νησάκια λέγαμε. Πηγαίναμε για πιο καλά. Πηγαίναμε εκεί, ψαρεύαμε καμιά ώρα πιάναμε λίγα ψαράκια, ίσια πάλι από εκεί κουπί, για εδώ. Ήταν πολύ κουραστική η ζωή τότε!».
Τη μεγάλη κούραση την διεσκάδαζε η καλή ψαριά καθώς τότε η θάλασσα ήταν γεμάτη. Έπιαναν μελανούρια, σάλπες, κοκκάλια, συναγρίδες αλλά ο κόσμος δεν είχε λεφτά και έτσι το μεροκάματο ήταν πενιχρό. Ο κόσμος τότε κοίταζε να χορτάσει με γοπί που αφθονούσε και ήταν και πιο εύκολο στο ψάρεμα. Πήγαιναν τα βράδια στα «αυλάκια» που είναι γεμάτες οι ακτές της Αμοργου και με την απόχη έπιαναν μέχρι και εκατό κιλά γοπί στην κάθε εξόρμηση. Ο καπετάν Νικόλας νοσταλγεί εκείνη την εποχή που έβγαζε το γοπί με το φτυάρι από τη θάλασσα και λέει πως εδώ και τέσσερα – πέντε χρόνια από τη θάλασσα της Αμοργού έχει χαθεί και η γόπα και το σαφρίδι.

Καθώς όμως μετά τον πόλεμο άλλαξαν τα πράγματα, το «Γιάννης» δεν χωρούσε πλέον τα έξι άτομα κι έτσι τη θέση του την πήρε ένα άλλο καίκι, λίγο μεγαλύτερο φτιαγμένο και αυτό από τον Μπαζαίο και αργότερα, το 1950 οι Ψιακήδες έφτιαξαν στη Σύρο ένα μεγάλο, το «Βασίλειο» στο οποίο έβαλαν, για πρώτη φορά μηχανή, μια μονοκύλινδρη «Παπαθανάση» και τότε αλάφρωσαν λίγο τα χέρια τους αλλά με τα δίχτυα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ήταν λίγα και τα έφτιαχναν μόνοι τους, όλη η οικογένεια, άντρες και γυναίκες έπλεκαν καθημερινά σπάγκο. «Έπρεπε να τα βάζουμε στον ήλιο κάθε μέρα να στεγνώνουν, τα σαπουνώναμε, τα μπαλώναμε. Δεν είχαμε περισσότερα από 500 μέτρα, μας έφταναν όμως γιατί υπήρχαν ψάρια. Αλλά έπρεπε να ασχολείται ολόκληρη η οικογένεια να έχεις πάντα καθαρό δίχτυ».
Η οικογένεια είχε μεγαλώσει όμως πολύ και τον «Βασίλειο» τον παίρνουν τα αδέρφια του Γιάννη ενώ αυτός παίρνει ένα άλλο, τον «Τάσο» από τον Γιάννη Βεκρή από την Αιγιάλη το οποίο είχε μια μικρή μηχανή, ένα «Αξελουδάκι, ίσα – ίσα να μη τραβάς κουπιά» λέει. Στον «Τάσο» μπαίνουν τώρα όλα τα παιδιά του Γιάννη Ψιακή, και κοντά στους μεγαλύτερους τον Βασίλη και τον Νικόλα, μαθαίνουν τη θάλασσα και την ψαρωσύνη, οι μικρότεροι Αντώνης και Νικήτας.
Το 1953 τα πράγματα αλλάζουν, ο Νικόλας πηγαίνει να υπηρετήσει τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό -δυο χρόνια τα έβγαλε στο αντιτορπιλικό «Δόξα»- και σαν απολύθηκε μπάρκαρε στα γκαζάδικα και έκανε δυο χρόνια στον «Αντάρη» του Κουλουκουντή. Καθώς ο αδερφός του ο Βασίλης πάλι είχε μπαρκάρει κι αυτός, ο πατέρας τους δεν ασχολείται πια με το ψάρεμα και ο «Τάσος» γέρασε, διαλύθηκε.

Τα ταξίδια όμως για το Νικόλα δεν κράτησαν παρά μόνο δυο χρόνια και όταν ξεμπάρκαρε, είχε φροντίσει να βρεί έτοιμο ένα ωραίο καίκι 11 μέτρων που είχε παραγγείλει στη Σύρα που ονόμασε «Κατερίνα» και το οποίο είχε μηχανή «Παπαθανάση» 20 ίππων και για πρώτη φορά στο αμπάρι του, ψυγείο. Το Σεπτέμβριο του 1960 το ρίχνει στη θάλασσα και το φέρνει στην Αμοργό όπου το θαυμάζουν όλοι. Με όλα του η «Κατερίνα» του στοίχισε 35.000 χιλιάδες τότε
Στο καινούργιο σκάφος ο Νικόλας παίρνει τον πατέρα του για βοήθεια, ίσα – ίσα να του κρατάει το τιμόνι, καμιά φορά έπαιρνε και τον αδερφό του Νικόλα να τον βοηθάει, έπαιρνε όποιον έβρισκε. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους τα πλαστικά δίχτυα, τα οποία κατάργησαν τα σπάγγινα και ευκόλυναν τη ζωή του ψαρά. Παράλληλα, το ψυγείο του δίνει τη δυνατότητα να λείπει ημέρες από τα λιμάνι και έτσι αρχίζει να πηγαίνει πιο πέρα από τα μικρά νησιά γύρω από την Αμοργό και φτάνει μέχρι την Άνυδρο, ένα μέρος που εκείνο τον καιρό ήταν ο παράδεισος των ψαράδων. Τα ψάρια εκείνη την εποχή τα έστελνε στον Πειραιά, στον μεγαλομανάβη Λιόση, πρώτα με το «Μοσχάνθη» και κατόπιν το «Μιαούλη» αλλά ποτέ δεν έμεινε ευχαριστημένος, όλο και κάτι τους έκοβε από την ψαριά ο μανάβης.
Την ίδια εποχή όμως αρχίζει να αγοράζει και ο κόσμος στην Αμοργό ενώ οι τουρίστες που φθάνουν και στην Αμοργό και καταναλώνουν ψάρια, τον υποχρεώνουν να σταματήσει τις αποστολές στον Πειραιά. Σήμερα λέει, από την Αμοργό στέλνουν μόνο μαρίδα οι τράτες γιατί εκτός του ότι έχουν χαθεί τα ψάρια, δεν συμφέρει πλέον να στείλεις καλά ψάρια εξαιτίας των υψηλών ναύλων που ζητάνε τα πλοία.

Στο μεταξύ, το 1965 παντρεύεται την Ουρανία Γαβαλά και φτιάχνουν ένα μαγαζί στο Ξυλοκερατίδι που άκουγε στο όνομα του πεθερού «Γαβαλάς» και ήταν από τα πρώτα ανάλογα που άνοιξαν και εξυπηρετούσε τους τουρίστες με καλό ψάρι και άλλα φαγητά. Σήμερα η ταβέρνα είναι ανοιχτή όλο το χρόνο, αλλά το χειμώνα δεν φτιάχνει πολλά φαγητά. Τα ψάρια που διέθετε στο μαγαζί, τα ψάρευε πολλές φορές μαζί με τη γυναίκα του. «Κλείναμε μία, δύο ανάλογα και την έπαιρνα και φεύγαμε εκεί στα νησάκια και το πρωί γύριζαν με 2 – 3 τελάρα μελανούρια, κοκκάλια…» θυμάται.
Το «Κατερίνα» ο καπετάν Νικόλας το κρατάει μέχρι το 1985 οπότε το αποσύρει και παραγγέλνει στο ναυπηγείο του Τζανή στη Σύρο το «Γερονικόλα» με τον οποίον πηγαίνει ακόμα στο ψάρεμα. Με το ίδιο καίκι ψαρεύει και ο γιος του Γιάννης, αλλά καθώς αυτός βλέπει πως η θάλασσα δεν έχει πια προκοπή το έχει γυρίσει στα φορτηγά κι έτσι ασχολείται μόνος του αλλά δεν παει πια όπως παλιά στην Άνυδρο, ούτε παίρνει μαζί του την κυρά Ουρανία. Το πολύ να φτάσει μέχρι τη Γραμβούσα, στο νότιο άκρο, μοναχός του δεν απομακρύνεται πια από την Αμοργό.
Ο καπετάν Νικόλας που όλη του τη ζωή την πέρασε στη θάλασσα και από αυτή έζησε, άρχισε να βλέπει από χρόνια της δεκαετίας του ’80 τα ψάρια να λιγοστεύουν. Την τελευταία πενταετία λέει πως τα πράγματα έχουν χειροτερέψει πολύ και κάθε χρόνος που περνάει είναι ακόμη πιο χειρότερος για τους ψαράδες. «Δεν μπορούμε να δούμε τι φταίει. Αυτά που ρίχνουν στα θάλασσα σκοτώνουν τα ψάρια» λέει αλλά τονίζει πως «μας έχουν ρίξει ρίξει και τις φώκιες. Τις βλέπεις πλέον να πέφτουν πάνω στα δίχτυα και να τα ρημάζουν. Είναι καμιά 15αριά πια γύρω από την Αμοργό».

Στη μνήμη του καπετάν Νικόλα, υπάρχουν μεγάλες ψαριές, τέτοιες που δεν μπορεί να πιστέψει κανένας πως γίνονταν όπως ένα καίκι κολιοί που έπιασαν μέσα στο λιμάνι το 1967 και πολλά μεγάλα ψάρια και θαλασσινά τέρατα. Αυτό που θα θυμάται όμως για πάντα ήταν ένα τεράστιο σκυλόψαρο, 12 μέτρα μήκος που μπλέχτηκε το 1968 στα δίχτυα και έσκασε. Όταν το έβγαλαν επάνω και το πήγαν στο μώλο να το γδάρουν μαζεύτηκε ο κόσμος να το δει και έμοιαζε με επιστράτευση. Το κήτος το πέταξαν πάλι στη θάλασσα και το κεφάλι του το έστειλαν στην Αθήνα μήπως και πάρουν καμιά επιδότηση, αλλά που τέτοιο πράγμα. Μικρότερα όμως σκυλόψαρα όταν έπιανε τα πουλούσε, τα έτρωγε ο κόσμος, όπως έτρωγε άλλοστε και τα σελάχια.
Δυο φορές πάλι κόντεψε να τον πάρει στο βυθό η θάλασσα. Μια φορά στον τελευταίο κάβο της Αμοργού προς το νοτιά με το «Κατερίνα» και την άλλη κάτω από το Μοναστήρι με το ίδιο καίκι. Με τα καίκια του πάλι, πριν μπει στα δρομολόγια ο «Σκοπελίτης» ο καπετάν Νικόλας έκανε διάφορα δρομολόγια, πήγαινε όταν χρειάζονταν ανθρώπους στα γύρω νησιά, μετέφερε ζωντανά σε ερημονήσια, πήγαινε τον ταχυδρόμο στην Κάτω Μεριά.
Τα καλά χρόνια για τον καπετάν Νικόλα πέρασαν, οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν σιγά – σιγά, αλλά γι’ αυτόν υπάρχει ακόμα ο «Γερονικόλας» δεμένος πάντα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Κάθε πρωί πηγαίνει και τον καλημερίζει, σαλτάρει μετά στην κουβέρτα του, ασχολείται με ότι υπάρχει στο σκάφος, χαιδεύει το τιμόνι του, ελέγχει τη μηχανή, φροντίζει τα δίχτυα του και σαν το επιτρέπει ο καιρός σηκώνει άγκυρα. Στην επιστροφή, τον δένει πάλι στη θέση του, τον καληνυχτίζει και κλείνει ραντεβού μαζί του το επόμενο πρωί.


Τώρα που άδειασε η θάλασσα


Τι να το κάνεις το όμορφο καίκι όταν γυρίζει με άδεια δίχτυα; Παρ’ αυτά ο Γιάννης επιμένει και έτσι κρατά την παράδοση που ήθελε πάντα τους Ψιακήδες στη θάλασσα

Από τα αδέρφια του καπετάν Νικόλα Ψιακή, ο Νικήτας ήταν εκείνος που έμεινε μέχρι τέλος στη θάλασσα και ο γιός του Γιάννης, που φέρνει και το όνομα του παππού, συνεχίζει μέχρι σήμερα να ψαρεύει με το «Νικόλαος» σε μια θάλασσα που έχει αδειάσει πλέον από ψάρια.

Το «Νικόλαος», ένα ωραίο τρεχαντήρι 11,50 μέτρων, το είχε πάρει ο πατέρας του, σαν χώρισαν τα αδέρφια, το 1983 από τις Σπέτσες, μεταχειρισμένο από έναν καπετάνιο που ήταν στα γαριδάδικα και το είχε φτιάξει να πηγαίνει βόλτες. Το πήρε λοιπόν ο Νικήτας, το έκανε αλιευτικό και κράτησε το ίδιο όνομα. Έχει αλλάξει 3 φορές μηχανή και τώρα έχει Νταεγού. Όταν το πήρε είχε Μερσεντές θαλάσσης.
Με τον καπετάν Νικήτα στο τιμόνι του «Νικόλαου» ο Γιάννης μαθαίνει από παιδί τη θάλασσα και το ψάρεμα. «Τότε πηγαίναμε» λέει «για ψάρεμα στα νησιά γύρω – γύρω, τα ερημονήσια. Μάκαρες, Δονούσα, Άνυδρο την Αμοργό γύρω – γύρω. Τότε είχε ψάρι, με λίγα εργαλεία και λίγα έξοδα έβγαινε το μεροκάματο. Πάντα κάναμε καλές ψαριές σε ποσότητα. Θα τύχαινε μια ημέρα να έχει συναγρίδες, θα τύχαινε να έχει τονάκια, θα τύχαινε να έχει μελανούρια, σκορπίνες. Ο πατέρας ήξερε τον τόπο, τη θάλασσα και μου έδειξε πολλά πράγματα. Έτσι έμαθα, από τον παλιό ψαρά».
«Ο καπετάν Νικήτας» συνεχίζει ο Γιάννης να μιλά για τον πατέρα του, «ήταν από παιδάκι μέσα στη θάλασσα και η πείρα τον είχε κάνει ψαρά. Επειδή είχε πολλά ψάρια, τότε δεν χρειάζονταν να ξέρεις πολλά – πολλά. Όπου και να έβαζε τα δίχτυα τα γέμιζε. Υπήρχαν μέρη της θάλασσας που δεν πήγαινε δίχτυ γιατί δεν μπορούσε να μπει εκεί σκάφος. Τώρα, όλα δουλεύονται. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τόσα μηχανήματα, βυθόμετρα, πλότερ ώστε να ψάξει να βρει ένα μέρος βαθιά πολύ. Με τα σημάδια του βουνού πήγαινε. Έβλεπε το βουνό και πήγαινε».
Ο 30χρονος Γιάννης μεγάλωσε μέσα στο καίκι του πατέρα του και έβγαλε άδεια ψαρέματος μόλις πάτησε τα 16 χρόνια και από τότε είναι μονίμως μέσα στο «Νικόλαο». Από τότε δε που πέθανε ο καπετάν Νικήτας, το 2004, το πήρε στο όνομά του. Ο Γιάννης πρόλαβε τις μεγάλες ψαριές, όταν με λίγα μάλιστα εργαλεία οποιοδήποτε ψαράς είχε όρεξη για δουλειά μπορούσε να βγάλει αρκετά λεφτά. Τον ρωτήσαμε να μας πει τη διαφορά του σήμερα με 15 χρόνια πρίν. «Εκείνη την εποχή» λέει «βάζαμε με τον πατέρα 700 – 800 μέτρα δίχτυα και πιάναμε πέντε φορές πιο πολλά απ’ ότι πιάνουμε σήμερα με τρία χιλιόμετρα δίχτυα. Τα ψάρια έχουν ελαττωθεί μέχρι και 80% σε σύγκριση με τότε. Αυτό σημαίνει καταστροφή για το επάγγελμα που πλήττεται επίσης από τις αυξήσεις στα καύσιμα και στα υλικά, στους μισθούς των εργατών. Είναι ασύμφορο πλέον να βάλεις τη μηχανή μπροστά!».
Που οφείλεται όμως αυτή η κατάρρευση; Ο Γιάννης μας απαντά αμέσως: «Στα πολλά εργαλεία, στα οργανωμένα σκάφη, μηχανότρατες, ανεμότρατες και τα λοιπά. Ότι εργαλείο μπει στη θάλασσα είναι γενικά καταστροφή. Απλώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα μέσα. Πώς να έβαζες δίχτυα πολλά αν δεν έχεις μηχάνημα να τα σηκώνεις. Από τότε που βγήκε το βίντσι, τα εργαλεία έγιναν πολλά. Βγήκαν τα βυθόμετρα. Δηλαδή η τεχνολογία είναι η καταστροφή της θάλασσας. Όλοι μας είμαστε υπαίτιοι. Όλοι μας. Δεν βάζω τον εαυτό μου απέξω. Κάθε ψαράς είναι υπεύθυνος γι’ αυτή την καταστροφή».
Πόσα χρόνια πόσα χρόνια υπολογίζεις πως μπορείς να ψαρέψεις ακόμα, τον ρωτάμε.
«Το θέμα είναι ότι δεν θα μπορούμε πια να ψαρέψουμε γιατί εφόσον τα έξοδα θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν, θα σταματήσουμε μονάχοι μας».


Ο καημός του παλιού χταποδά

Οι Ψιακήδες μπορεί να γεννήθηκαν μέσα στη θάλασσα, να όργωσαν τα κύματα και να έζησαν από τα ψάρια, δίπλα τους όμως στο Ξυλοκερατίδι είχαν γείτονες που με τον τρόπο τους έγραψαν και αυτοί τη δική τους στο ψάρεμα χωρίς ποτέ όμως να βγούνε με τη βάρκα τους έξω από τον κόλπο των Καταπόλων…

Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Γιώργος Μαύρος ο οποίος ναι μεν όλα του χρόνια δούλεψε σαν φούρναρης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι ο καλύτερος χταποδάς των Καταπόλων, τίτλο τον οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα και ως φαίνεται, κανένας δεν πρόκειται να του τον αφαιρέσει καθώς λιγόστεψαν πολύ και τα χταπόδια.
Η κουβέντα με τον Γιώργο Μαύρο, έγινε την ίδια ημέρα που μιλήσαμε με τον Νικόλα Ψιακή και ξεκίνησε σαν τον ρώτησα τι κάνει όρθιος δίπλα σε μια καλυμένη από πλαστικό βάρκα που ήτανξ βγαλμένη έξω από τη θάλασσα στο Ξυλοκερατίδι.
Μου απάντησε πως ήταν δική του, ο καινούργιος «Γεώργιος» που αντικατέστησε τον παλιό, σαν τον έκανε κομμάτια πριν από 4 - 5 χρόνια η θάλασσα και πως είναι σκεπασμένη επειδή για λόγους υγείας δεν μπορεί πλέον να ψαρέψει. Αρρώστησε ξαφνικά και δεν μπόρεσε να χαρεί ούτε μια βόλτα με αυτή τη ωραία βάρκα. Έτσι, το μόνο που του έμεινε πλέον είναι να βρίσκεται δίπλα της και να ταξιδεύει νοερά στη θάλασσα και βεβαίως να λέει ιστορίες από τα περασμένα χρόνια για τα χταπόδια.
Η αφήγησή του ξεκίνησε με μια αναφορά, στον πιο σπουδαίο απ’ αυτόν χταποδά της παλιάς εποχής, τον Νικήτα Πετρά που έγραψε ιστορία με το γυαλί, το καμάκι και τη σαλαγκιά. Όλοι οι χταποδάδες αυτόν είχαν σαν παράδειγμα και τις μεθόδους του ακολούθησε και ο Γιώργος και με ένα μικρό βαρκάκι που είχε αγοράσει, μετά από τον πόλεμο από τον Χρήστο Ναύτη, έφτασε να πιάνει μέχρι 10 οκάδες χταπόδια την ημέρα. «Τα χταπόδια έζησαν τον κόσμο στα χρόνια της Κατοχής» λέει «γιατί ήταν εύκολο να τα πιάσεις μέσα στον κόλπο και δεν ήθελε και τίποτα σπουδαία εργαλεία. Ένα καμάκι έβρισκες οπουδήποτε ενώ σαλαγκιές έφτιαχνε ο καθένας με απλό σύρμα. Πήγαινε ο κόσμος με ότι βαρκάκια έβρισκαν, γιατί όλα τα καίκια τα είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και με καθετές ψάρευαν κανένα χάνο και με τις σαλαγκιές χταπόδια. Έτσι χόρταιναν και έζησαν. Μετά τον πόλεμο, σαν ησύχασαν τα πράγματα και αποκτήσαμε καίκια και βάρκες, πιάναμε περισσότερα, τα ξεραίναμε και τα στέλναμε για πούλημα στον Πειραιά. Έτσι έβγαινε και λίγο μεροκάματο».
Ο Γιώργος Μαύρος όταν ευκαιρούσε έπαιρνε τον «Γεώργιο», έκανε μια βόλτα μέσα στον όρμο και δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γυρίσει χωρίς χταπόδι, ήξερε όλες τις μεριές που ήταν, όλα τα θολάμια αλλά σήμερα κι αυτός καταλαβαίνει πως στον κόλπο δεν υπάρχει χταπόδι ούτε για δείγμα κι έτσι αναπαύεται κάπως για την απαγόρευση που του έχουν επιβάλει οι γιατροί. Πως θα μπορούσε να γυρίσει αυτός ο μεγάλος χταποδάς με άδειο πλέον το καλάθι του;

Από την άλλη μεριά της θάλασσας

Άλλαξαν πολύ τα πράγματα τα τελευταία χρόνια στα ψαροκάικα τα οποία, από κάποια στιγμή και στο κατόπιν έπαψαν να λειτουργούν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, όπως στην περίπτωση των Ψιακήδων και αναγκάστηκαν να πάρουν εργάτες και καθώς δεν εύρισκαν Έλληνες, σε αυτές τις θέσεις εργασία βρέθηκαν ξένοι, κυρίως Αιγύπτιοι.

Έτσι είναι και με τον Ουαλί Ιλ Σούσι, (1967), από το Ντομιάτι της Αιγύπτου που δουλεύει 12 χρόνια στις ελληνικές θάλασσες και έχει γνωρίσει όχι και λίγα καίκια και λιμάνια, από τη Σαλαμίνα που πρωτοήρθε, τη Θεσσαλονίκη, τα Κουφονήσια, άλλα νησιά και τελευταία στα Κατάπολα όπου ψαρεύει στις θάλασσες της Αμοργού με το καίκι «Δημήτριος» του καπετάν Γιάννη Σκοπελίτη, όταν βέβαια αυτός ευκαιρεί από τις υποχρεώσεις του θρυλικού «Σκοπελίτη» που εξυπηρετεί όλο το χρόνο τη συγκοινωνία από τη Νάξο στις Μικρές Κυκλάδες.
Ο Ουίλι κατάγεται από μεγάλη οικογένεια ψαράδων, ο παππούς του Μωχάμεντ μάλιστα είχε μαζί με τον αδερφό του, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 τη μεγαλύτερη ανεμότρατα στο Ντομιάτι, ήταν 16 μέτρα, την έλεγαν «Φιλφίλ» και όλοι οι ψαράδες περίμεναν πότε θα σαλπάρει πρώτος αυτος για να τον ακολουθήσουν. Τόσο βέβαιοι ήταν πως ο Μωχάμεντ θα έπεφτε πάνω σε μεγάλα κοπάδια από ψάρια.
Ο πατέρας του Ουαλί, Φαχντί δεν ακουλούσε το γέρο Μωχάμεντ που ζει ακόμα και φαντάζομαι θα έχει να πει, όπως και ο Νικόλας Ψιακής ένα σωρό ιστορίες για το ψάρεμα σε εκείνα τα νερά, και δούλεψε μέχρι που πέθανε στα μεγάλα καράβια. Ο Ουαλί που πήγε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, τα βρήκε δύσκολα στην πατρίδα του και αναγκάστηκε να αναζητήσει μεροκάματο στην Ελλάδα. Η διαφορά γι’ αυτόν είναι ότι στην Αίγυπτο οι ψαράδες δουλεύουν με μερτικό στην ψαριά ενώ στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την ψαριά, παίρνουν μισθό ο οποίος όπως και να έχει είναι καλύτερος από την Αίγυπτο και κατά συνέπεια έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
Έτσι έρχεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, μένει πέντε – έξι μήνες αναλόγως και επιστρέφει στο Ντομιάτι, οπου βρίσκεται η γυναίκα του Ράντα και τα δυο παιδιά τους, μένει λίγο μαζί τους και ξαναγυρίζει για μεροκάματο. Οι ειδήσεις όμως που φέρνει σχετικά με τα ψάρια, είναι το ίδιο απογοητευτικές. Κι εκεί τα ψάρια έχουν λιγοστέψει κατά πολύ και οι αιγύπτιοι ψαράδες δυσκολεύονται πολύ. Έτσι λοιπόν, δια στόματος Ουαλί μαθαίνουν και οι ντόπιοι πως το κακό δεν υπάρχει μόνο στις ελληνικές θάλασσες, αλλά σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο.

ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ...


Οι βάρκες που έχουν φτερά και πόδια

Στις προηγούμενες αράδες γνωρίσατε μέσα από αφηγήσεις ανθρώπων που ζουν στα Κατάπολα το λιμάνι και κάποιες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας του. Δεν είδατε όμως πουθενά δυο λόγια για τη μεγάλη παρέα από τις πολύχρωμες πάπιες που ζουν σε μια φωλιά κάτω από τα αρμυρίκια και αποτελούν τη πιο απρόοπτη και χαρούμενη συντροφιά του λιμανιού όλο το χρόνο. Όχι βέβαια γιατί δεν τις δίνουν σημασία οι Καταπολιανοί ή δεν τις υπολογίζουν. Όλοι ευτυχώς θεωρούν αυτονόητο πως οι πάπιες του λιμανιού είναι το ίδιο γνωστές με τον «Σκοπελίτη», για παράδειγμα.
Πράγματι αυτά τα συμπαθή πουλιά ζουν εκεί όλο το χρόνο και μόνο σαν λυσσομανά η θάλασσα δεν κολυμπάνε δίπλα από τα αραγμένα σκάφη και δεν ψάχνουν να βρουν τροφή μέσα στα νερά. Ιδιαίτερα όταν δεν έχει καθόλου κύμα, τότε αρμενίζουν σαν πραγματικές βάρκες βαθιά μέσα στον κόλπο και καμαρώνουν σαν μικρός στόλος που κάνει παρέλαση μπροστά στην προκυμαία. Στην ουσία, σε αντίθεση με τις βάρκες αυτές ούτε καν τις ενδιαφέρει ο καιρός γιατί μόλις δουν τη θάλασσα να αγριεύει το παίρνουν στα πόδια και όπου φύγει – φύγει, χώνονται στη φωλιά τους. Ενώ οι βάρκες που δεν έχουν πόδια να περπατήσουν, υπομένουν δεμένες στο σχοινί τους και πολλές φορές το ξέσπασμα του καιρού αποβαίνει γι’ αυτές μοιραίο. Τότε είναι η μόνη στιγμή που οι βάρκες ζηλεύουν τις πάπιες που δεν μπορούν να τις ακολουθήσουν έξω από τον κόλπο γιατί τα μικρά ποδαράκια τους δεν αντέχουν σε τέτοιες αποστάσεις.

2 σχόλια:

  1. Η καταγραφή της πραγματικότητας της Αμοργού με λυρικό «τονισμό» καθώς κι η καταγραφή της λαογραφικής ταυτότητας και σοφίας δεν έχει αποδοθεί ποτέ σ ένα βιβλίο . Ελπίζω η προσπάθεια σου να ολοκληρωθεί κι είμαι βέβαιη ότι θα βρει την ανταπόκριση που της πρέπει…

    ΑπάντησηΔιαγραφή